Συμπλήρωσε
μηχανικά τα στοιχεία ενώ συγχρόνως
αναρωτιόταν αν έπρεπε να γράφει κεφαλαία
ή μικρά. Πάντα
την απασχολούσε αυτή η λεπτομέρεια. Και
την ίδια στιγμή, η σκέψη ότι η βαθιά
θρησκευόμενη μαμά της αντιστάθηκε στον
πειρασμό να την ονομάσει Σταυρούλα την
έκανε να νιώσει μια στιγμιαία αγαλλίαση.
Όχι ότι της άρεσε ιδιαίτερα το όνομά
της, αλλά, Σταυρούλα;;; Τι προοπτικές
έχει μια κοπέλα με το όνομα Σταυρούλα;
Προοπτικές...
Παραμέρισε
μια στοίβα εφημερίδες ψάχνοντας για τα
τσιγάρα της. Το μάτι της έπεσε στους
αναρίθμητους κόκκινους κύκλους στις
σελίδες των μικρών αγγελιών. Κύκλοι,
μεγάλοι, μικροί, οβάλ, βιαστικά χαραγμένοι
με τις άκρες τους να σμίγουν και να
κλείνουν ερμητικά την πληροφορία, κρίκοι
μιας ατελείωτης αλυσίδας σπασμένης σε
χίλια κομμάτια, και παρόλα αυτά τόσο
ισχυρής ώστε να την κρατά καθηλωμένη
μήνες τώρα σ’ αυτό το τραπέζι, με μόνη
συντροφιά το τηλέφωνο.
Κάπου
εδώ ήταν τα τσιγάρα, ήταν σίγουρη,
ανακάτεψε με ανυπομονησία τις εφημερίδες
και θυμήθηκε ότι στα κενά της, φρόντιζε
να κρατάει εκ των προτέρων στα χέρια
της το πακέτο ώστε να μην χάνει ούτε
στιγμή απόλαυσης.
Πώς
κατάφερναν πάντα να την φορτώνουν με
τόσα κενά, ήταν απορίας άξιο. Με τόσο
λίγες διδακτικές ώρες ήταν η μόνη που
βρισκόταν στο σχολείο από τις οχτώ ως
τις δύο. «Δεν πειράζει εσύ είσαι μικρή,
δεν έχεις οικογένεια». Δεν καταλάβαινε
τότε, αν αυτό ήταν πλεονέκτημα ή
μειονέκτημα γι αυτήν. Διάκρινε και μια
ζήλια « που ήταν νέα και δεν είχε
οικογένεια», όμως το σίγουρο ήταν πως
την έριχναν. Δεν παραπονιόταν ποτέ. Αλλά
κάπνιζε περισσότερο...
Πόσα
χρόνια δούλεψε ως ωρομίσθια; Πρέπει να
το γράψει κι αυτό; Μπα, μάλλον δεν
ενδιαφέρει κανένα αυτή η πληροφορία.
Εξάλλου μέσα στην λέξη δεν χωράνε τόσα
μάτια παιδιών, τόση φασαρία, τόσο τρακ,
η εξουσία του κόκκινου στυλό, το όνειρό
της...Καθηγήτρια φιλόλογος!
«Θα
σε πληρώσουν! Από το δημόσιο δεν χάνεις!
Υπομονή!»
Ο
πατέρας της αδιαμαρτύρητα έβαζε βενζίνη
στο μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που της
είχε αγοράσει όταν πήρε με άριστα το
πτυχίο και η μαμά καμάρωνε: «η κόρη μου
η καθηγήτρια...»
Χαμογέλασε
πικρά. Πού εξαφανίστηκαν αυτά τα τσιγάρα;
ΣΠΟΥΔΕΣ:
Της ήρθε αυθόρμητα να συμπληρώσει:
Ξένοιαστες!
Εγκατέλειψε
την ιδέα. Οι εργοδότες δεν έχουν χιούμορ!
Και
η ίδια έχασε το χιούμορ της όταν ο
φροντιστηριάρχης την προσέλαβε με
δεκαπέντε ευρώ την ώρα χωρίς ασφάλιση
και τελικά της έδωσε δέκα για κάθε ώρα
που με τόση προετοιμασία, αγωνία και
αγάπη δίδαξε τους μικρούς διαβόλους. «Οι
μισοί μαθητές δεν με πλήρωσαν, ο Χ. ήταν
ανηψιός μου, κάποιοι ανεξεταστέοι δεν
πέρασαν στις εξετάσεις...» Θα γελούσε
πολύ με τις γελοίες δικαιολογίες αν δεν
τα χρειαζόταν τόσο πολύ αυτά τα χρήματα!
Ίσα-ίσα το νοίκι της. Πάλευε τόσο να
αποδείξει στους γονείς της ότι μπορούσε
να επιβιώσει χωρίς τη βοήθειά τους.
Δυο
φορές επιτυχούσα στον ΑΣΕΠ αλλά όχι
διοριστέα...
Μήπως
να έγραφε για τις μεταπτυχιακές σπουδές;
Τρία συννεφιασμένα χρόνια στο Λονδίνο,
να ταξιδεύει σε πολιτισμούς, να θαυμάζει
έργα ανεκτίμητης αξίας και ομορφιάς να
αποκαθιστά πίνακες και εικόνες και
...ένας έρωτας σαν έργο τέχνης!
Έπρεπε
να γυρίσει στην Ελλάδα! Να αποδείξει
ότι τα κατάφερε! Και πρέπει επειγόντως
να βρει τα τσιγάρα της! Παραμέρισε
αποφασιστικά τις βεβαιώσεις από
σεμινάρια, πτυχία, πιστοποιητικά. Πόσα
βιογραφικά έχει στείλει αλήθεια;
Δεκαπέντε ή εικοσιπέντε;
«Το
πρόσωπο είναι σπαθί» της έλεγε η μαμά
της αλλά αυτή θα προτιμούσε να ήταν
«κλειδί» να ανοίξει όλες αυτές τις
πόρτες που παρέμεναν κλειστές μπροστά
στην φιλόλογο –μουσειολόγο.
ΕΜΠΕΙΡΙΑ...
σε τι; Σε γνωριμίες, παρακαλετά, μεσάζοντες,
τηλεφωνήματα, μικρές και μεγάλες
αγγελίες;
Επιτέλους!
Ανακάλυψε το πακέτο που κρυβόταν σιωπηλό
πίσω από την τσάντα της μήπως και μπορέσει
να σώσει τα δυο τελευταία τσιγάρα από
το πάθος της καπνίστριας. «Κόψτο κοριτσάκι
μου, έχεις καταστρέψει τα πνευμόνια
σου!» Δεν την άντεχε πια τη μαμά της,
ούτε αυτήν ούτε τις νουθεσίες της ούτε
το βλέμμα της ούτε τις σιωπές της! Μόνο
που την σκεφτόταν ξυπνούσε μέσα της μια
εριστική διάθεση. Αυτός ήταν και ο λόγος
που απέφευγε πια να την συναντήσει. Για
να μη δει στα μάτια της την απογοήτευση.
Για να μη νιώσει πιο βαθιά αποτυχημένη...
Τράβηξε
δυο γερές ρουφηξιές και απάγγειλε:
Κι
αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου
όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Τι
έπαθε απόψε και τριγυρίζουν οι στίχοι
του Καβάφη στο μυαλό της;
Και ο Καβάφης ήταν στην εξεταστέα ύλη του ΑΣΕΠ... Η ποίηση, εξεταστέα ύλη!
Πώς
την θέλει τη ζωή της; Δεν μπορεί να
θυμηθεί πια πώς την ήθελε... κάποτε. Τώρα
θέλει να βολευτεί! Και να σκεφτεί κανείς
ότι το βόλεμα ήταν η λέξη που μισούσε
πάντα!
Ξανασυγκεντρώνεται
στο έντυπο που έχει μπροστά της.
Πώς
θα αντιδράσουν οι γονείς της; Είχαν
πάντα τόσες φιλοδοξίες για την αριστούχο
κόρη τους! Ίσως να της χρεώνουν την
αποτυχία της, ίσως θύμωσαν που δεν
πραγματοποιήθηκαν τα όνειρά τους! Ο
μπαμπάς δεν της βάζει από καιρό βενζίνη,
τις προάλλες μάλιστα, της πρότεινε να
το πουλήσει το αυτοκινητάκι της. «Αφού
δεν δουλεύεις,» της είπε, «δεν σου
χρειάζεται. Πούλησέ το, να έχεις για το
νοίκι σου.»
Η
μαμά όποτε της τηλεφωνεί της αναφέρει
τυχαία και αδιάφορα δήθεν, ότι μια
συμμαθήτριά της παντρεύτηκε, η άλλη
απέκτησε το δεύτερο της παιδάκι...
Άραγε
πώς είναι τα καλαμαράκια στα γερμανικά;
Πώς λέμε: Πάμε μια βόλτα;
Θα
πρέπει να ξεσκονίσει λίγο τα γερμανικά
της. Τι κουτή ιδέα! Σε ένα ελληνικό
εστιατόριο όπου θα πλένει πιάτα επί
οκτώ ώρες, μάλλον δεν θα έχει καμιά
επιθυμία να πάει βόλτα με κάποιον εξίσου
κουρασμένο και αποτυχημένο όσο και
αυτή.
«Εκεί
μαμά, θα κόψω και το τσιγάρο», σκέφτηκε.
«Δεν θα έχω κενό, μόνο η ζωή μου θα
είναι κενή».
Πώς
ήθελε τη ζωή της; Πώς την ονειρεύτηκε;
Σίγουρα όχι όπως ετοιμάζεται να την
ζήσει ως λαντζιέρα στο Μόναχο. Αισθάνεται
ναυτία. Νομίζει ότι τελικά θα το
επιχειρήσει το «σάλτο μορτάλε». Σαν να
ακούει χειροκροτήματα. Μήπως είναι οι
χτύποι της καρδιάς της; «Πρέπει να
προμηθευτώ πολλά γάντια» σκέφτεται
«για να προστατέψω τα χέρια μου» . Παίρνει
το γούρικό της το στυλό και υπογράφει
σταθερά και αποφασιστικά το συμβόλαιο
της ζωής της.
- Πρώτη δημοσίευση - https://www.facebook.com/pages/free-press-K/37870907061
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου